Ελευθερώνοντας μια σκέψη
Η κάμερα γλιστρά πάνω στους πίνακες. Ψάχνει να βρει τον “έναν”. Πριν έρθει εδώ, από τη Λέσχη Επαναστατημένων Καμερών της είχαν υποσχεθεί ότι στη γκαλερί Σωάν κρύβεται ένας θησαυρός για καθεμιά από αυτές. Ξέρει ότι ο χρόνος που της απομένει για να βρει την τέλεια εικόνα λιγοστεύει. Όταν το ρολόι της πόλης χτυπήσει επτά φορές, θα πρέπει να γυρίσει πίσω. Αν και σ’ αυτές τις διακοπές της δεν καταφέρει να βρει κάτι που να εντυπωσιάσει την κάμερα-είμαι-η-καλύτερη, δεν πρόκειται να πάρει το βραβείο “κάμερα της χρονιάς” ούτε να τις εκπροσωπήσει στο Φεστιβάλ Επαναστατημένων Καμερών. Μα θέλει τόσο πολύ να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ, ώστε να είναι αυτή που θα πάει ταξίδια σε μέρη μακρινά και θα ζήσει νέες εμπειρίες. Αυτή που θα μπορέσει να χαρίσει σε πλάσματα της φύσης και σε ό,τι ο άνθρωπος έχει επινοήσει, την πιο τέλεια λήψη.
Μα για να γίνουν όλα αυτά, πρέπει πρώτα να βρει αυτό που θα της κάνει το «κλικ». Σε αυτή την γκαλερί που την έστειλαν όμως, δε βλέπει να υπάρχει κάτι ξεχωριστό. Σαν να ήθελαν να χάσει το χρόνο της. Δεν έπρεπε να τους εμπιστευτεί. Δεν έπρεπε… Τι δηλαδή; Ένας ζωγράφος, σαν τόσους άλλους, έκανε μια έκθεση σαν όλες αυτές που είχε ως τώρα επισκεφτεί. Απλή, καθημερινή, καθόλου διαφορετική. Και θα περίμενε κανείς πως ένας καλλιτέχνης τόσο φημισμένος, θα δικαίωνε τη φήμη του. Άδικος κόπος όμως και αυτή τη φορά. Ό,τι πίνακα και να είχε δει μέχρι τώρα είχε κυρίως παλιά, φθαρμένα μουσικά όργανα. Δεν υπήρχε καμβάς πάνω στον οποίο να μην είχε ξαποστάσει κάποιο από αυτά. Τα περισσότερα ήταν βιολιά, βιολοντσέλα ή βιόλες. Όλα τους κουρασμένα. Σαν το δοξάρι να τα είχε ξυπνήσει άπειρες φορές μέσα στη μέρα, δίχως διάθεση να παίξει μαζί τους, απλώς και μόνο για να τα κοροϊδέψει.
Η απογοητευμένη, μα πάντα φιλόδοξη, κάμερα δεν άντεξε. Ήθελε να τα παρατήσει. Άλλωστε, η ήττα της ήταν βέβαιη από την αρχή. Όλα αυτά τα χρόνια είχε κάνει τόσες προσπάθειες, είχε θυσιάσει όλες της τις διακοπές, ενώ φίλες και γνωστές είχαν γευτεί την καλοκαιρινή ξεγνοιασιά έστω και μία φορά. Αυτή όμως επίμονα έψαχνε την τέλεια εικόνα. Έκλεισε το φακό της, έσβησε όσα είχε καταγράψει, έβγαλε την μπαταρία της και πέταξε για τη Λέσχη Επαναστατημένων Καμερών. Δεν πρόλαβε όμως να κλείσει το παράθυρο και άκουσε μουσική να ταξιδεύει από το βάθος της γκαλερί. Η περιέργειά της την έσπρωξε ξανά μέσα· τόσο δυνατά, που ο φακός της χοροπηδούσε ασταμάτητα, παρότι προσγειώθηκε στα μαξιλάρια στο περβάζι. Αυτό που αντίκρισε μέσα ξεπερνούσε ακόμα και την τρισδιάστατή της φαντασία.
Ένα άγαλμα-χορευτής από τον πίνακα “2.12”, αφού υποκλίθηκε στο Δέντρο της Σιωπής του πίνακα “1.28”, άγγιξε τα κλαδιά του και φύσηξε τα φύλλα του. Το Δέντρο σα μαγεμένο το ακολούθησε στα, μάλλον πρωτόγνωρα για αυτό, μονοπάτια ενός ταγκό. Παράλληλα, τα μουσικά όργανα, που τώρα πια κανένα τους δεν έμοιαζε παλιό ούτε έδειχνε κουρασμένο, ήταν αυτά που τους συνόδευαν μελωδικά στο μουσικοχορευτικό τους ταξίδι. Το σκηνικό γύρω τους άλλαζε συνεχώς και άλλοτε βρισκόντουσαν να ακροβατούν πάνω σε γραμμές πενταγράμμου, άλλοτε να γλιστρούν πάνω σε ασπρόμαυρα φιλμ και άλλοτε να τυλίγονται στα ίχνη από μελάνι που άφηνε πίσω της μια θυμωμένη πένα. Το άγαλμα-χορευτής είχε το πρόσωπό του καλυμμένο με μια χρυσή μάσκα, αλλά δε χρειαζόταν να δεις την έκφρασή του για να καταλάβεις πόσο ευτυχισμένος ήταν. Το σώμα του κι οι κινήσεις του γέμιζαν με κύματα χαράς τη γκαλερί. Το Δέντρο της Σιωπής χόρευε τόσο περήφανα πατώντας στις ρίζες του τόσο απαλά, μα και συνάμα τόσο σίγουρα.
Η κάμερα-υποψήφια-για-κάμερα-της-χρονιάς έμεινε ώρα εκεί. Τόση, όση χρειάστηκε για να ολοκληρώσουν το ρεσιτάλ τους τα βιολιά που έπαιζαν, δίχως χέρια να τα κρατούν και τα πιάνα που ακουγόντουσαν, δίχως δάχτυλα να τα ακουμπούν. Τόση, όση χρειάστηκε ώστε το ντουέτο να ολοκληρώσει το χορό του και η κάμερα να συνειδητοποιήσει πως μόλις είχε βρει αυτό που έψαχνε. Το άγαλμα χορευτής πλησίασε τη σαστισμένη κάμερα, έβγαλε τη μάσκα του και της είπε: «Τώρα νομίζω πως είσαι έτοιμη». Έτσι ένιωθε και η ίδια, χωρίς όμως να είναι σίγουρη για ποιο πράγμα ήταν έτοιμη. «Δε σου συστηθήκαμε», της ψιθύρισε. «Ό,τι συνέβη απόψε εδώ ήταν έργο δικό μας, της Έμπνευσης», της αποκάλυψε. «Δεν είχαμε εμφανιστεί πιο νωρίς, γιατί δε θα μπορούσες να αναγνωρίσεις το έργο μας. Πολλές φορές προσπαθήσαμε να σε συναντήσουμε, αλλά η διάθεσή σου δε σε άφηνε ούτε καν να μας κοιτάξεις».
Η κάμερα-θέλω-τόσα-να-πω τον κοίταξε, αλλά δεν μπόρεσε να του μιλήσει. Δεν κατάφερε να βγάλει φωνή από τα ηχεία της. Ήθελε να μοιραστεί μαζί του τη σκέψη που μόλις ελευθέρωσε από το μυαλό της. ΄΄Τόσο καιρό δεν έψαχνε να βρει το θέμα που θα λάτρευε η ίδια, αλλά αυτό για το οποίο θα τη λάτρευαν οι άλλοι.΄ «Ευχαριστώ», ψέλλισε. Μα όταν άνοιξε το φακό της, που είχε θολώσει από την τόση σκέψη, είδε πως είχε μείνει μόνη. Τα πεντάγραμμα είχαν εξαφανιστεί, τα μουσικά όργανα ήταν στη θέση τους και το άγαλμα-χορευτής μόλις έκλεινε το παράθυρο. Σαν να άκουσε όμως μια φωνή να στριμώχνεται στη χαραμάδα στο παράθυρο. «Τώρα που ξέρεις τι θέλεις, έχε ανοιχτό τον εσωτερικό φακό. Αυτός, αρκεί.»